- Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ)
- Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και οικονομική διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς (22 Ιουλίου 1944) όπου, πριν ακόμα τελειώσει ο B’ Παγκόσμιος πόλεμος, οι συμμαχικές δυνάμεις θέλησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της μεταπολεμικής οικονομικής ανασυγκρότησης, δημιουργώντας τα απαραίτητα όργανα: το ΔΝΤ και τη ΔΤΑΑ (Διεθνή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης). Στον πρώτο από τους δύο αυτούς οργανισμούς (που ονομάστηκαν οργανισμοί του Μπρέτον Γουντς) ανατέθηκε το καθήκον να αποκαταστήσει ένα αποτελεσματικό σύστημα διεθνών πληρωμών, στη θέση του κανόνα του χρυσού, του οποίου είχαν προκαλέσει την κατάρρευση ο A’ Παγκόσμιος πόλεμος και η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929. Στον B’, αντίθετα, ανατέθηκε το καθήκον να προωθήσει την επένδυση των κεφαλαίων που θα ήταν αναγκαία για την ανασυγκρότηση των περιοχών που καταστράφηκαν από τον πόλεμο και την οικονομική ανάπτυξη των καθυστερημένων χωρών. Στους δύο αυτούς οργανισμούς επρόκειτο να προστεθεί, σύμφωνα με τον Χάρτη της Αβάνας, ένας τρίτος, ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου, ο οποίος δεν κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί και του οποίου τον ρόλο –που ήταν η υποβοήθηση της αποκατάστασης της ελευθερίας των συναλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα– ανέλαβε έως ένα βαθμό το ΓΚΑΤΤ.
Το καταστατικό του ΔΝΤ υπογράφτηκε στην Ουάσινγκτον στις 27 Δεκεμβρίου 1945 και στην εναρκτήρια συνεδρίασή του, που συνήλθε στις 8 Μαρτίου 1946, πήραν μέρος 32 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα· σήμερα ανήκουν σε αυτό όλες σχεδόν οι χώρες του κόσμου και λαμβάνουν σοβαρά τις παρατηρήσεις του σχετικά με τις οικονομίες των επιμέρους χωρών και τα μέτρα για αντιμετώπιση προβλημάτων. Η έδρα του ΔΝΤ βρίσκεται στην Ουάσινγκτον. Πρώτος σκοπός του οργανισμού αυτού είναι ο καθορισμός, μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών μελών, σταθερών ισοτιμιών ή σχέσεων ανταλλαγής, ώστε να μπορεί να αποκατασταθεί μια τακτική αναζωογόνηση των ρευμάτων του διεθνούς εμπορίου, που μετά τη μεγάλη κρίση και τον πόλεμο παρέλυσαν από τις συνεχείς διακυμάνσεις των ισοτιμιών των συναλλαγμάτων (κάνοντας πολύ επικίνδυνο το εμπόριο με το εξωτερικό), από τις συνεχείς υποτιμήσεις των νομισμάτων και από τις διαρκώς συχνότερες κρατικές παρεμβάσεις (με μορφή ελέγχου του συναλλάγματος, συμφωνιών συμψηφισμού, ποσοστώσεων κλπ.) για την προστασία των εθνικών οικονομιών.
Η σταθερότητα των ισοτιμιών εξασφαλίστηκε με το πέρασμα από τον νομισματικό χρυσό κανόνα (gold standard) στον κανόνα του χρυσού συναλλάγματος (gold exchange standard): όταν κάθε νόμισμα ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό νόμισμα, η σχέση ανταλλαγής μεταξύ των διαφόρων νομισμάτων δεν μπορούσε παρά να ανταποκρίνεται στη σχέση με την ποσότητα καθαρού χρυσού που περιείχε κάθε νόμισμα. Εφόσον αποκλείστηκε η δυνατότητα της καθαρής και απόλυτης επιστροφής στο καθεστώς του χρυσού, που είχε καταρρεύσει γιατί δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της διεθνούς οικονομίας που είχαν αλλάξει, έπρεπε να αποκατασταθεί η σταθερότητα των συναλλαγμάτων με την υποχρέωση –που ανέλαβαν όλα τα κράτη-μέλη του ΔΝΤ– να καθορίσουν μια τιμή ανταλλαγής ή επίσημη ισοτιμία του νομίσματός τους σε σχέση με τον χρυσό και του μετατρέψιμου σε χρυσό δολαρίου των ΗΠΑ και να κρατήσουν σταθερή την ισοτιμία αυτή (με διακυμάνσεις προς τα επάνω ή προς τα κάτω μέσα στα στενά όρια του 1%). Για να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην υποχρέωση αυτή, κάθε κράτος - μέλος (που είχε συνεισφέρει με ένα ποσοστό –κατά ένα μέρος σε χρυσάφι και κατά ένα μέρος σε εθνικό νόμισμα– στην προίκιση του Ταμείου, που στις 18 Αυγούστου 1972 έφτασε τα 28.934 εκατ. ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, δηλαδή προϋποτιμημένα δολάρια, ή τα 31.414 εκατ. σημερινά δολάρια) έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια του ΔΝΤ, βοήθεια που του δίνεται με μορφή βραχυπρόθεσμων πιστώσεων, οι οποίες αποσκοπούν στο να του επιτρέψουν να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του σε εξωτερικό συνάλλαγμα καθώς και πιθανές πρόσκαιρες δυσκολίες στο ισοζύγιο πληρωμών.
Έτσι το διεθνές εμπόριο μπορεί να απολαύσει τα πλεονεκτήματα της νομισματικής σταθερότητας, που εξασφάλιζε άλλοτε ο κανόνας του χρυσού, χωρίς όμως να υποφέρουν από τα μειονεκτήματα που προέκυπταν από τη δυσκαμψία του συστήματος αυτού. Πραγματικά, όταν μια χώρα αντιμετωπίζει μια ανισορροπία όχι πρόσκαιρη στο ισοζύγιο των πληρωμών της, δεν είναι υποχρεωμένη να δεχτεί, για να διατηρήσει τη σταθερή εξωτερική ισοτιμία του νομίσματός της, τις συνέπειες που μπορεί να έχει η ανισορροπία αυτή στην οικονομία της (όπως ο πληθωρισμός ή η ανεργία). Της αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να αλλάξει, για να την προσαρμόσει στις νέες συνθήκες, την ισοτιμία του νομίσματός της. Mε αυτό όμως δεν ήθελαν να ξανανοίξουν την πόρτα στις υποτιμήσεις και στην αστάθεια των συναλλαγών: οι μεταβολές της τιμής του συναλλάγματος επάνω από ένα ορισμένο ποσοστό (10%), χρειάζονται την έγκριση του ΔΝΤ και στη χώρα που αντιμετωπίζει δυσκολίες προσφέρεται ακόμα η δυνατότητα της συνεχούς συνεννόησης με τις άλλες χώρες, καθώς και η βοήθεια των εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ για την εκλογή των καταλληλότερων μέτρων για το ξεπέρασμα της δυσκολίας αυτής. Στην ουσία, εκτός του ότι είναι ένα πιστωτικό ίδρυμα, το ΔΝΤ προσφέρει και το πρώτο παράδειγμα ενός οργανισμού συντονισμού της νομισματικής πολιτικής των διαφόρων χωρών, συντονισμού που αντικαθιστούν τόσο τον λεγόμενο αυτοματισμό του κανόνα του χρυσού (του οποίου η λειτουργία στην πραγματικότητα στηριζόταν και αυτή στην τήρηση ενός κοινού κανόνα του παιχνιδιού από μέρους των εθνικών εκδοτικών τραπεζών) όσο και την αχαλίνωτη αναρχία των ανεξάρτητων νομισματικών συστημάτων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να παρατηρείται έλλειψη των συμβατικών αποθεματικών μέσων, χρυσού και συναλλάγματος, επειδή από το ένα μέρος η ετήσια παραγωγή χρυσού έμενε στάσιμη και συνεχώς μεγαλύτερο μέρος της το διέθεταν για τις ανάγκες της βιομηχανίας, ενώ από το άλλο η ευνοϊκή εξέλιξη στο ισοζύγιο πληρωμών των ΗΠΑ επιδρούσε δυσμενώς στα σε δολάρια αποθέματα των κεντρικών τραπεζών. Έτσι, το 1964 το σύνολο των αποθεμάτων όλων των μη κομουνιστικών χωρών αυξήθηκε κατά 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια, το 1965 κατά 2, το 1966 κατά 1,6 και το 1967 επίσης κατά 1,6. Αυξήθηκε δηλαδή μεταξύ 1963 και 1967 μόνο κατά 11,5%, ενώ στο ίδιο διάστημα το παγκόσμιο εμπόριο αυξήθηκε κατά 40%. Οι ειδικοί επί των νομισματικών, που υποστηρίζουν ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη του παγκοσμίου εμπορίου και στις διεθνείς μέσες πληρωμές, ανησύχησαν για την εξέλιξη αυτή και αναζήτησαν τρόπους ενίσχυσης της διεθνούς ρευστότητας. Αποκρούστηκε όμως η απλούστερη και θεωρητικά ορθή λύση της αύξησης (του διπλασιασμού) της επίσημης τιμής του χρυσού που παρέμενε από το 1934 στα 35 δολάρια η ουγγιά, για δύο βασικά λόγους: φοβήθηκαν ότι η γενική υποτίμηση όλων των νομισμάτων θα προκαλούσε πληθωριστικές πιέσεις και ακόμα επειδή από την υποτίμηση του χρυσού θα ωφελούνταν μόνο 10 χώρες, οι οποίες διαθέτουν το 85% του παγκοσμίου αποθέματός του. Φοβήθηκαν επίσης ότι το μέτρο θα προκαλούσε προσωρινή μόνο ανακούφιση, θα ευνοούσε όμως σημαντικά τις ΗΠΑ, που θα μπορούσαν τότε να ρυθμίσουν εύκολα τις υποχρεώσεις τους στο εξωτερικό, οι οποίες στα επόμενα, μετά το 1966, χρόνια υπερδιπλασιάστηκαν. Για τους λόγους αυτούς επικράτησε η άποψη και αποφασίστηκε το 1968 να δημιουργήσει το ΔΝΤ ένα νέο αποθεματικό μέσο και διεθνές μέσο πληρωμών, που θα κατανεμόταν σε όλες τις χώρες-μέλη του ΔΝΤ ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο κεφάλαιό του. Έτσι δημιουργήθηκαν τα ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, ένα είδος μεταξύ διεθνούς νομίσματος και πιστώσεων, που είναι συνδεδεμένο με τον χρυσό (το αποκάλεσαν και χάρτινο χρυσό), στην τότε σχέση του δολαρίου προς τον χρυσό, δηλαδή 35 ειδικά δικαιώματα η ουγγιά καθαρού χρυσού.
Από τότε οι συνθήκες με τις οποίες λειτουργεί το ΔΝΤ άλλαξαν ριζικά γι’ αυτό και οι ιθύνοντές του είναι υποχρεωμένοι, χρόνο με τον χρόνο, να υιοθετούν νέα πολιτική, ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονται.
Συζήτηση στα πλαίσια της συνόδου της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.